προτήκω

προτήκω
ΜΑ
τήκω, λειώνω προηγουμένως κάτι στο χωνευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τήκω «λειώνω, διαλύω, ρευστοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρότηξις — ήξεως, ἡ, Α [προτήκω] η εκ τών προτέρων τήξη μετάλλου στο χωνευτήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”